- ἀκαλάρροος
- ἀκᾰλάρ-ροος, ον, = foreg., Orph.A.1187.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαλάρροος — ἀκαλάρροος, ον (Α) ο ακαλαρρείτης … Dictionary of Greek
ἀκαλαρρόου — ἀκαλάρροος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek